|
анат. слюнный; ~ αδήν — слюнная железа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слюнный? — σιελογόνος как с (ново)греческого переводится слово σιελογόνος? — слюнный — ατεκνία — πύρα — πεντάκλωνος — μακρόλαιμος — αναιμωτί — οχτώ — επιβραδυντήρ — καρρότσα — πικρόγελως — κοσμοσωτήρας — ξεδιαντροπιά — κάμα — αρωματισμός — έντριψη — εφευρέτης — Ισπανή — εγκύκλιος — σουμαδάκιας — πεθερικά — δημοσκόπηση — σκρόφα |
|||