|
η 1) саботажница; 2) диверсантка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово саботажница? — σαμποταρίστρια как на (ново)греческом будет слово диверсантка? — σαμποταρίστρια как с (ново)греческого переводится слово σαμποταρίστρια? — саботажница, диверсантка — ιστοριογράφος — Κοσσυφοπέδιο — βελτιώνω — ξεκρεμάζω — γαγγραινικός — πλίθρα — βραστός — ανενταφίαστος — συγκινησιακός — αλοτρίβανος — κυνικός — εντρόπιασμα — συγχώνεμα — αξόδευτος — ανθοφόρος — σύντηξη — αγγαρικά — ενοίκηση — ζούληγμα — δίσκελος — υποδηματοποιείο |
|||