|
η мед. паралич матки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паралич матки? — υστεροπληγία как с (ново)греческого переводится слово υστεροπληγία? — паралич матки — συμπύκνωση — πλάνη — αργυρώδης — ασυναγώνιστος — κοντραμπάσο — ανθοκομείο — φιλίωση — αντίζυγος — δείλη — ψιλοκάμωμα — ανατροφοδότηση — αδιαπόρευτος — ασματογράφος — δυσκολοπίστευτος — αρχοντιλίκι — τζόκεης — αρά — αηδονοφωλιά — ανύψωση — Στερεοελλαδίτης — διαμέλιση |
|||