Новогреческий словарь
ακρόπους
ακρόπους
(-ποδός) ο 1)
стопа
(ноги);
2) (береговой)
устой
(моста)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стопа
? —
ακρόπους
как на
(ново)греческом
будет слово
устой
? —
ακρόπους
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακρόπους
? — стопа, устой
#
(ново)греческий словарь
—
μισοζώντανος
—
αφρόγαλο
—
φωτογενής
—
χοντροφτειαγμένος
—
αποβουτυρώνω
—
πετρόκαρδος
—
σοκολατίνα
—
γαυρομανώ
—
ζουρνάς
—
ακελάϊδητος
—
αναδημοσιεύομαι
—
κωλότρυπα
—
συντέλεια
—
κένταυρος
—
γιγάντινος
—
διαβατικός
—
εναποταμίευση
—
ηλεκτρομετολλουργία
—
έμπα
—
γαρμπάτος
—
εκπωμαστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве