|
(-ποδός) ο 1) стопа (ноги); 2) (береговой) устой (моста) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стопа? — ακρόπους как на (ново)греческом будет слово устой? — ακρόπους как с (ново)греческого переводится слово ακρόπους? — стопа, устой — αραιόσαρκος — απόχρεμψη — χελώνειος — ορρωδώ — ξυμένος — περίσχεσις — εύθυμος — ιατρείο — αποχείμωνα — γύφτικο — κακοβουλία — αστράχα — άβουλος — απολεπιδούμαι — αμυλοποιός — κρουπιέ — αναλογώ — νισεστές — φτειάσιμο — βαλίτζα — στραβογερνώ |
|||