|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σύσφιξη? — — τζάνεμ — εγκολλώ — μουτσόπουλο — ακροθαλασσιάς — πλουσιοπάροχα — φίλαυτος — ευφημώ — οπάλι — παπαδοκρατία — κουνούπι — ανακοίνωση — αμπελοτόμος — εισπνεόμενο — πλήσσω — γαλακτοποίηση — ανταποκριτής — σπογγαλιευτικό — κεντράδι — κατάστρωση — Ισπανή — ξινόγαλα |
|||