|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παχύσωμος? — — θρούβαλο — αιμοληψία — ογκηθμός — μοσχομυρωδάτος — βλαβερά — γλυκοχαϊδεύω — κροκάρι — ένστικτος — αθόρυβος — ορθολογισμός — προβιταμίνη — μυταρόγκας — ψιλολόγημα — καβατζάρω — οργανογραφικός — χρησιμοκρατία — ενταλματήριον — τινάζω — κισσοσκεπής — ανανεάζω — αποτελώ |
|||