|
дёшево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дёшево? — ευθηνά как с (ново)греческого переводится слово ευθηνά? — дёшево — μετωπικότητα — βεβηλώνομαι — κορνιζού — εφελκίς — πολυξοκουσμένος — γυναικάκιας — ασυγκάλυπτος — αλιευτικός — αμακάριστος — γκάϊδα — υπέρεισμα — συμπλεκτικός — στοχασιά — λεπτολόγος — ράγιση — ξετσίπωμα — αλεξίφλογο — τιμάρεμα — παλλάδιο — επανακαλώ — αψίδωμα |
|||