|
η пластика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пластика? — πλαστική как с (ново)греческого переводится слово πλαστική? — пластика — σακχαροκάλαμον — λιθογραφικός — λουρόπετσο — ακροπαγής — ραμφόμορφος — Κυρά — ιππευτική — υδρολαίλαψ — αντεπικουρώ — σκαπουλάρισμα — αιματόχρους — προλογίζω — σαραβόλιασμα — αλανάριστος — διαχέω — δεκαεννιά — π.μ. — χρωματική — καταπονιέμαι — κασιδού — ασκητικά |
|||