|
, ~ίριον τό эликсир; === ~ τής ζωής (τής νεότητας) — эликсир жизни (молодости) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эликсир? — ελιξήριον как с (ново)греческого переводится слово ελιξήριον? — эликсир — ανίερα — πολύσαρκος — μισοψημένος — ηώκαινος — αμόνω — φρεσκομπογιατισμένος — εξωγενής — ασημόνερο — καθεστηκώς — βενζινάροτρο — πυροβόλος — πατσαβούρα — σχετικοκρατία — ποπελίνα — διχοτομώ — καρένα — ζυγούμαι — ξανοιγμένος — ιχνογραφείο — πιπιλιστός — αδιαβροχοποιούμαι |
|||