ελιξήριον

формы словаβ
ελιξήριον
, ~ίριον τό эликсир;

===
          ~ τής ζωής (τής νεότητας) — эликсир жизни (молодости)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово эликсир? — ελιξήριον
как с (ново)греческого переводится слово ελιξήριον? — эликсир


ανίεραπολύσαρκοςμισοψημένοςηώκαινοςαμόνωφρεσκομπογιατισμένοςεξωγενήςασημόνεροκαθεστηκώςβενζινάροτροπυροβόλοςπατσαβούρασχετικοκρατίαποπελίναδιχοτομώκαρέναζυγούμαιξανοιγμένοςιχνογραφείοπιπιλιστόςαδιαβροχοποιούμαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit