Новогреческий словарь
ελιξήριον
ελιξήριον
, ~ίριον τό
эликсир
;
===
~ τής ζωής (τής νεότητας) — эликсир жизни (молодости)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эликсир
? —
ελιξήριον
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελιξήριον
? — эликсир
#
(ново)греческий словарь
—
φλογιστό
—
καταλαλάω
—
εναργής
—
απηλογιέμαι
—
Ευχαριστία
—
καταχτήτρια
—
δικέφαλος
—
μαμμάκα
—
εκατοστόλιτρο
—
κολλήγας
—
φαίνομαι
—
καπνοσωλήν
—
καλοτυχία
—
μουσκώ
—
αρμέγομαι
—
μπαξεβάνης
—
περιαυτολόγος
—
συλλυπητήριο
—
συνάγκεια
—
ασβεστόλακκος
—
επανήλθον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве