|
η 1) герцогиня; 2) дюшес (сорт груш) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово герцогиня? — δουκέσσα как на (ново)греческом будет слово дюшес? — δουκέσσα как с (ново)греческого переводится слово δουκέσσα? — герцогиня, дюшес — κυτταρινικός — γραῒδιο — υπέρκορος — τορπιλλικός — προσοικενούμαι — ακουμπώ — βαθομετρικός — πιστάγκωνα — κουρουπιαστός — αναπολόγητος — συνωμότιδα — λαχανόφυτος — συμπονάω — ακρεοφαγία — αναδιόρθωση — μεφίτις — αντιπροβάλλω — αποπεράτωση — ριζοτόμον — στοιχείωμα — δουλώνω |
|||