|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαλλιάζω? — — ολοχρονίς — πόνεμα — καβουράκι — δεξιοτεχνικός — δημοσκόπηση — πρωταθλητής — παραστρατώ — σχετικοκρατία — οξύτονος — στενογράφημα — αδιέξοδος — ενοικίαση — κοκκορεύομαι — διακονιάρικος — βλεφαρικός — εναερίζω — ρυτίδωμα — φυλλοκόπος — εγγλεζοφέρνω — δηκτικότητα — μεσσιανικός |
|||