αγαλλιάζω

формы словаβ
αγαλλιάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αγαλλιάζω? —


ολοχρονίςπόνεμακαβουράκιδεξιοτεχνικόςδημοσκόπησηπρωταθλητήςπαραστρατώσχετικοκρατίαοξύτονοςστενογράφημααδιέξοδοςενοικίασηκοκκορεύομαιδιακονιάρικοςβλεφαρικόςεναερίζωρυτίδωμαφυλλοκόποςεγγλεζοφέρνωδηκτικότηταμεσσιανικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit