|
το часть, доля; порция; παίρνω τό ~ μου — брать свою долю (имущества и т. га.) ; τό παίρνω στό ~ μου — [phrase]мне, на мою долю досталось[/phrase]; στό ~ μου έπεσαν εκατό δραχμές — [phrase]на мою долю пришлось сто драхм[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часть? — μερδικό как на (ново)греческом будет слово доля? — μερδικό как на (ново)греческом будет слово порция? — μερδικό как с (ново)греческого переводится слово μερδικό? — часть, доля, порция — μαγγάλι — ανάγυρτος — σπιθαμή — υποστύλωση — νομισματολογικά — στείλον — αμελής — καρτόνι — περιφραστικός — αυτογνωσία — αράδα — αθήλαστος — ραχάτεμα — υψόμετρο — τουφέκισμα — μαμελετζής — ακαλάμιαστος — ημιάνεργος — περιτονίτιδα — εμπόδισμα — γαιανθρακόπλινθος |
|||