|
способствующий сжижению (газов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способствующий сжижению? — υγροποιητικός как с (ново)греческого переводится слово υγροποιητικός? — способствующий сжижению — τύμπανο — μονότονος — συνταξιδιώτης — γρύλλωμα — δύσοψος — αυτογνωμία — όρθρος — φιλόσοφος — ψήφος — ξανανέωμα — αυλόγυρος — εξυπηρέτηση — λοιπόν — τρικυμία — εγκιβωτίζω — προσωδία — διύλιση — αποσύκισμα — αεροσκόπιον — ελευθεροφροσύνη — υποζόγιο |
|||