|
легко приручаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко приручаемый? — τιθασσευτικός как с (ново)греческого переводится слово τιθασσευτικός? — легко приручаемый — πλουμίδι — ελαστικό — κολατσίζω — βραχμάνος — εμποροδικείο — μωλωπίζω — κυβερνήτρα — μάντρωμα — ανάβρυτος — φράνκο — εφυαλωμένος — Λεβαντίνα — ραδιοηλεκτροτεχνία — μεσότοιχος — φόνος — ξεταπώνω — ανεξερεύνητος — αιτίασις — πρόσχαρης — μιλτόχρους — κλεπτομανία |
|||