|
η человек знатного происхождения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек знатного происхождения? — σοϊλίτισσα как с (ново)греческого переводится слово σοϊλίτισσα? — человек знатного происхождения — πατερίτσα — διαφέντευση — επίσης — μετζήτι — δωροδοκώ — μεγαλοπρεπής — νάξιος — επιγραφικός — διεγέρτης — λευκαίνω — κοφτό — δουλικά — πεζόβολο — τροπή — παλιότερος — παρωρεία — Κρητικόπουλο — σεκοντάρω — μισοψημένος — διπλοψηφώ — επιτροπεύω |
|||