|
η 1) вязание; 2) плетение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязание? — πλεκτική как на (ново)греческом будет слово плетение? — πλεκτική как с (ново)греческого переводится слово πλεκτική? — вязание, плетение — χτές — πολυτραυματίας — τριανταφυλλόνερο — λώβα — αλεξίτρομος — εκθρονίζω — ξεθεώνω — φυματικός — καστόρι — ανατροφέας — Κλειώ — υπόστρωμα — προσβατός — πλια — αποθήκη — αντιπλοίαρχος — φρενιτικός — αμμωδία — μεταλαμπάδευσις — ξεπουπούλλιασμα — μακιγιαρισμένος |
|||