|
непровеянный (о зерне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непровеянный? — αλίκμητος как с (ново)греческого переводится слово αλίκμητος? — непровеянный — καραδοκώ — αλουργίς — ορμίσκος — αισχρολογικός — θεραπεύσιμος — ματαρχάω — δερμίτις — γοντζές — αργότερο — μαλλισρισμός — κρίμα — φωνητήριος — λιπόθυμος — δίκυκλον — συγκρότηση — διάφυση — ακατακρήμνιστος — φιλίστωρ — αξέφραστος — ξηροφθαλμία — πρόβολος |
|||