Новогреческий словарь
υψηλό
υψηλό
высоко
;
===
~ τάς χείρας! — [phrase]руки вверх![/phrase]
;
μέ τό μέτωπο ~ — с высоко поднятой головой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высоко
? —
υψηλό
как с
(ново)греческого
переводится слово
υψηλό
? — высоко
#
(ново)греческий словарь
—
πατερντί
—
Ιλλυρία
—
λευκαίνομαι
—
συμπυκνώνω
—
θρασομανώ
—
ανευλάβεια
—
αλλαξοπιστία
—
χρυσόδετος
—
φαγοκύτωση
—
προγυμναστής
—
νόμισμα
—
θαμαστός
—
επιλειαίνω
—
εξετάζω
—
αξόμπλιαστος
—
ανεκτέλεστος
—
θριαμβεύω
—
αλάβωτος
—
γοργοθάνατος
—
αφέτης
—
ενόρκως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве