κρανιοσκοπία

формы словаβ
κρανιοσκοπία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κρανιοσκοπία? —


κίρκοςξηρολιθοδομήσαχλίτσαχασικλήδικοςθρυαλλίδαμώλωμαβατίςφτωχικόαποφόρτισμόςγραμματικήασχημάνθρωποςαναπαλαιωμένοςιδιοποίησηβροντητάηθητήραςναυτόκομποςαχυροπιεστικόςοξέωσημεθόριοςαπολήγωαδάγκωτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit