|
населять, заселять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово населять? — κατοικίζω как на (ново)греческом будет слово заселять? — κατοικίζω как с (ново)греческого переводится слово κατοικίζω? — населять, заселять — αλλοιώτικα — μακροπρόθεσμος — ακτονόμος — διημερεύων — μεσόστεγο — κρυφοδαγκανιάρης — ώς — αφορισμός — πετρελαιομηχανή — αβούρτσιστος — σπιλιάδα — κούρσευμα — ελαιοβαφής — ηλιόφοβος — ραδιοφάρος — μονότερμα — συγκρουσιακός — θερμοσίφωνο — οδοντοϊατρός — απολυμαντήριο — μαρτυριάρης |
|||