|
1) безошибочный; διάγνωση ~η — безошибочный диагноз; 2) непогрешимый; === κυνηγός ~ — охотник(__,__) бьющий без промаха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безошибочный? — αλάθητος как на (ново)греческом будет слово непогрешимый? — αλάθητος как с (ново)греческого переводится слово αλάθητος? — безошибочный, непогрешимый — στερεοτυπείο — κοθρής — γουργούρισμα — ωκεανός — ξαμολλάω — τσαμπουκαλού — απλειστηρίαστος — πωρούμαι — εκπόνηση — εκτονωτικός — ακάκιωτος — γοή — πετρελαιοκινητήρας — πήξιμο — χρονομέτρηση — λάξευση — φαντασιούμαι — βοτρυώδης — βρυκόλακας — αρακάς — εμαγιέ |
|||