|
αόρ. от επιπήγνυμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επεπήχθην? — — αρωματικότητα — σμηγματογόνος — μερισματόγραφο — υποτροπιάζων — γαυριάζω — διασκορπίζομαι — βίσεχτος — σκούρα — χόρτασμα — αχόρταγος — σερετιλίκι — πετραδερός — μαγγάνισμα — μιμήτρια — θρόνος — ψυχολογία — δίκωλος — πέπερι — γινατεμένος — υπέροχος — Κυρά |
|||