Новогреческий словарь
επεπήχθην
επεπήχθην
αόρ. от επιπήγνυμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επεπήχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καύσωνας
—
επαρχιώτης
—
αντραγάθημα
—
σερενάτα
—
φελώ
—
ξυλουργία
—
γουρουνομαθημένος
—
ευημερώ
—
καταλώ
—
ανοχύρωτος
—
πρωτουργός
—
ασύντακτος
—
κλιμακτηρικός
—
διοκολλώ
—
τσιρίσι
—
βεζιρεία
—
πάρκο
—
ρεμπέτισσα
—
ποδοκρουσία
—
δεκατετραετής
—
τρούλλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве