|
см. αντρειευ - #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδρειευ-? — — δακτυλογραφικός — πολυλογία — κατσικοπόδα — ενδοδαπέδιος — βουλευτίνα — μάραθρο — γλυστυρίδα — ανεμοκυκλαπόδης — ανοίγω — στύψιμο — φυματιώδης — κρεατοφάγος — συνοφρύωση — γλύτωμα — μητροσκόπηση — γλοιός — μπατίρισσα — καταδολίευσις — λυκοκάντζαρος — κρέντιτο — εξωκοινοβουλευτικές |
|||