|
необразумившийся, не взявшийся за ум #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необразумившийся? — αφρονημάτιστος как на (ново)греческом будет слово не взявшийся за ум? — αφρονημάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αφρονημάτιστος? — необразумившийся, не взявшийся за ум — ξυλογλυπτική — αντινομικός — αγκαθοτόπι — αλατερό — δέσμιος — εισβολέας — λαρυγγοσκόπηση — μονοπάτι — ολόπλευρος — σχολιάστρια — ασφένδαμνος — πλέγω — επίγρυπος — ομοιοκατάληκτος — γύναιο — γόμα — εκσπερματίζομαι — συστατικός — ανακοινώσιμος — διαστολικός — δωδεκαρίτες |
|||