Новогреческий словарь
επιπροσθέτω
επιπροσθέτω
(αόρ. επιπροσέθεσα и επιπροσέθηκα)
добавлять, прибавлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добавлять
? —
επιπροσθέτω
как на
(ново)греческом
будет слово
прибавлять
? —
επιπροσθέτω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπροσθέτω
? — добавлять, прибавлять
#
(ново)греческий словарь
—
κερματίζω
—
δελφινιέρα
—
τομάτα
—
βεργολυγερή
—
ευρώπιον
—
απαραφύλαχτος
—
δράσσομαι
—
κλωνάρι
—
αντιπροσκαλώ
—
πεπονοκέφαλος
—
γόγγυλο
—
μαστιχι
—
κλεψιμαίος
—
εμπορεύσιμον
—
γλυκόξανθος
—
αβδελλωκόκκαλο
—
μυγοπαγίδα
—
ανημπόρευτος
—
χαλάλι
—
μικροσφυγμία
—
ούτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,