|
хим. галогенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галогенный? — αλογόνος как с (ново)греческого переводится слово αλογόνος? — галогенный — ιδιωτεία — διαδύομαι — αλληλεπίκουρος — αρνιούμαι — αχειροτόνητος — θα — πολυγράφος — αποσκότεινα — τζιριτζάντζουλα — μετροτράπεζα — θίγω — άργεμον — υποκαθίσταμαι — αλαβαστρίτης — σκοπιά — υποκινώ — υστερόβουλος — κομπόστα — αποξεραίνομαι — σχολιάζω — βρογχορραγία |
|||