|
дву(х)цветный [x:trans]двухцветный; двуцветный[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухцветный? — δίχρους как на (ново)греческом будет слово двуцветный? — δίχρους как с (ново)греческого переводится слово δίχρους? — двухцветный, двуцветный — αναδιπλασιάζω — ανευρύνω — φερτίκια — ηλεκτρονιακός — ηλεκτρόλυση — λεοντάρι — ανωμεριά — ανακωχεύω — λεπτοκαμωμένος — λαζουρίτης — αντρογυνοχωρίστρια — συμμετρικός — φωνητική — υπεξάγω — βιταμινικός — ηχομετρία — νομίζω — οψιμάθεια — γκαίνιση — μπουμπούκα — χελωνός |
|||