|
το лук-порей; === τόν πιάνω στά ~α — а) поймать с поличным; б) изобличить во лжи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лук-порей? — πράσο как с (ново)греческого переводится слово πράσο? — лук-порей — ηλεκτροδοτώ — σταλάζω — ελιγκας — δίνω — σιόρα — εριοπαραγωγός — ανέκρωτος — αργυροχόος — οσμώμαι — εγγράφομαι — ασύνειδα — λαρυγγολόγος — βράκα — εύχρους — μεζεκλής — αχλωροφυλλία — ελληνορωσσικός — μοσχοπέπονο — γερολύκος — ξενοιασιά — αποπληθωρισμένος |
|||