|
вшивый (о чём-л.); ~α ρούχα — вшивое бельё; ~ο κεφάλι — вшивая голова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вшивый? — ψειριάρικος как с (ново)греческого переводится слово ψειριάρικος? — вшивый — μαρτυριάτικο — πεύκη — ραδιοτηλεγραφία — κατοπτευτήριο — αρειμανίως — ξαμπελώνω — αντιπροσωπευτικός — εκατοχρονίτης — ξεροψήσιμο — εξαερωτήρας — αριθμητός — εγκαρτέρηση — πολλαπλασιάζω — τσακαλόλυκος — τρέξιμο — νεγροειδής — αεικίνητος — λογχοειδής — αιχμή — κακοκεφιά — συμπράττω |
|||