|
(-εως) η расчистка; η ~ τής διώρυγας — расчистка морского канала; ~ του οδόντος — снятие пломбы с зуба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расчистка? — απέμφραξις как с (ново)греческого переводится слово απέμφραξις? — расчистка — κοντσέρτο — σαϊτεύω — αυτοκέφαλος — προστυχόλογα — εξάς — ακή — εμφανιστής — ρετουσάρισμα — καρύκευμα — απαλογέρνω — μαστροπός — λαχανοζούμι — προστυχούλης — επανίδρυση — κουτσός — βεβηλωμένος — μυδραλλιοβόλον — ακτινόμορφος — κατεργάρικο — ψεύδορκος — ερέα |
|||