|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μακελεύω? — — μεχέγκι — σέμπρος — γαλατομπούρικο — μνεία — πενηνταριά — επίκριση — συνιστώσα — πιθυμιά — ακαριαία — ζαπτιές — αλλιάδα — βουρδουλίζω — στρίγγλος — χρηματοκομιστής — χιονοδρομικός — αχρειότητα — αρματολίκι — φορτωτής — λογύδριο — ευθυμολογικός — δυσκολοσήκωτος |
|||