|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρωταπαντώ? — — επανασυζήτηση — κίρκος — βίδα — ευελιξία — καλορί — τεκμηριώνω — αεράγημα — αφλούδιαστος — ακροσταβία — αφηνισμένος — οργανωτικός — κορεσμός — ευπλαστικός — ραβδώνω — τρίστρατο — ξάφτω — εγωιστικός — ολόσωμος — υπερκεράζω — οιστρογονοθεραπεία — χιμαιρικός |
|||