|
(-όνος) ο колонна; столб; θριαμβικός ~ — триумфальная колонна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колонна? — κίων как на (ново)греческом будет слово столб? — κίων как с (ново)греческого переводится слово κίων? — колонна, столб — ασυνταξία — μάσκα — φοροδιαφεύγω — ωοδόχη — βυρσοδεψείον — ισχναίνω — ισονεφής — ματεριαλιστικός — απλάκωτος — δηώνω — αλλοπρόσαλλος — λύτρωση — χρεόλυτρο — ξενητευμός — αδιαβροχοποιούμαι — αδενοκαρκίνωμα — συνωθούμαι — χύμα — εξαμηνίτικος — αντιπρόσωπος — κατσαριδόσκονη |
|||