|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευσχήμως? — — γαλατοβούτυρο — οίος — φουστανέλα — άχρους — στραβοκάνης — στύπωμα — ωμορφοκόρη — υιοκτόνος — ευγνώριστος — σχεδιάστρια — νταής — κλάδεμα — αυτόθετος — ξεπαντρεύω — ένταση — καθαρογράφος — άμαλλος — ψευματίζω — διαδότης — ανεξάντλητα — στρίφωμα |
|||