|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαινομενικά? — — προανάφλεξη — λάδωμα — συνταυτισμός — μετεξεταστέος — βενετσιάνικος — νεροκάνατο — ξεπουπούλιασμα — λιμιώνας — σιγαλιά — ενέπρησα — βερεσές — παραγραφή — παιδοκομώ — κάστανο — ξεκούραστα — βλεφαρικός — θέρισμα — διερμηνέας — Γιουγκοσλάβα — άσπρισμα — πινακογλείφτης |
|||