|
το кирпичный завод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирпичный завод? — πλινθοποιείο как с (ново)греческого переводится слово πλινθοποιείο? — кирпичный завод — ασημικά — συμπεπιεσμένος — εξάσκηση — αλωνιστικός — ενδοδαπέδιο — χασάπικος — ανασκοπώ — αποστασιοποίηση — ποστρουμάς — ρατσιστής — διθάλασσος — ύπαιθρο — πρωτομαιάτικος — αμφιβληστροειδής — παραπλώνω — δροσοβόλος — παρεννοώ — αναληφθείς — ανηφοράκι — βακχεύτρια — διάνα |
|||