|
ср. р. от ός #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ο? — — παποράρα — αντεπιστρέφω — άμια — βουτυροποιία — ομοτράπεζος — γκαϊβός — διαγώνιος — εσκεμμένα — παιδιαρίσματα — φυντάνι — βυτιοποιείον — αντιδιαστολή — λιγουρευτός — διηθητήριον — λαγουμιτζής — προσωπολατρία — πληθαίνω — σκουντουφλιάζω — πτερώνω — αναθεμελίωση — οστεόφθιση |
|||