|
ο чириканье, щебетание (птиц); ~ τού αηδονιού — соловьиные трели #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чириканье? — τερετισμός как на (ново)греческом будет слово щебетание? — τερετισμός как с (ново)греческого переводится слово τερετισμός? — чириканье, щебетание — ισομετρία — αυλαία — γαλλιστί — ωμοπλάτη — αντανακλαστήρας — φύλακας — αντιρραπίζω — υδροθεραπευτικός — αιματιά — βραχάκι — δεινότητα — χανιάτικα — τσιγαράκι — διαιτολόγιο — ματαιοδοξία — αγγειοβριθής — γλωσσογνώστης — εξάχρονο — γόμφωμα — αθέρας — εξαιρετικά |
|||