Новогреческий словарь
κατάσαρκα
κατάσαρκα
прямо на тело, на голое тело
;
βάζω τή φανέλλα ~ — [phrase]надевать тельняшку прямо на тело[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прямо на тело
? —
κατάσαρκα
как на
(ново)греческом
будет слово
на голое тело
? —
κατάσαρκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατάσαρκα
? — прямо на тело, на голое тело
#
(ново)греческий словарь
—
κατεπανάτο
—
μωλωπισμένος
—
αναλυώνω
—
πουδράρω
—
κατσάκης
—
δισκοειδής
—
πτυσσόμενος
—
κροντήρα
—
πρωτοπλασματικός
—
ηλιόχαρος
—
πλουμί
—
ξεκοκκαλίζω
—
προεόρτιο
—
σαράντισμα
—
εγκολάπτω
—
γλυκομεθάω
—
χωνευτής
—
ανάγκαση
—
σιταγωγία
—
τρυπάνι
—
πεντάγλωσσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω