|
кремниевый; ~ό οξύ — кремниевая кислота; ~ά άλατα — кремниевые соли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кремниевый? — πυριτικός как с (ново)греческого переводится слово πυριτικός? — кремниевый — τηλεγραφικός — δασύτριχος — ευεξία — χαλβαδοποιείο — αντεποινώ — ιέρεια — λοιπόν — Αλγερίνα — παγερός — ξεγύρισμα — παρατηρητικότης — θεατρολογικός — συμφιλιωτικώς — κύρος — αρχοντεύω — ωκυτόκος — αυτοπεριορισμός — δασοτόπι — τζαμένιος — ευχερής — πρέπει |
|||