|
το скороспелая пшеница (созревающая в два месяца) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скороспелая пшеница? — διμήνι как с (ново)греческого переводится слово διμήνι? — скороспелая пшеница — ερευνώμαι — στρεβλώτρια — κοτώ — έποχθος — θηριοτρόφος — ασχήμια — έμνοστος — ανάθελος — εικονολάτρισσα — γρούμπος — συναρμολόγηση — διόρυγμα — μπίζ — ξυλού — μπηχτός — ρεπούμπλικα — φιδές — αγάλι — εγγυητήριος — ελευθεροπλοία — περιβολάκι |
|||