|
το мед. смягчающее, успокаивающее средство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смягчающее? — μαλακτικό как на (ново)греческом будет слово успокаивающее средство? — μαλακτικό как с (ново)греческого переводится слово μαλακτικό? — смягчающее, успокаивающее средство — πληκτικά — τσέπη — φιλονικία — τραχηλίτσα — απώτατος — συγκατατίθεμαι — εύελπις — δεντροκαλλιέργεια — κοντοστούπης — ίγκλα — καλαμώνας — αψύλλιστος — ανάριθμος — αλβανόπνευστος — καθυποχρεώνω — βλέννα — χιονοστιβάδα — ίσκιος — ερυθροπώγων — βουλευτικό — αναστροφικός |
|||