|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταφρονημένος? — — βουλγάρα — αντιζυγίζω — διαγιγνώσκω — κοινή — ορνιθαρειό — ευφαντασίωτος — ταραχώδης — βροχοσκόπιον — νοσηλευτικός — ποντικός — ερημούμαι — αεράτος — οργίλως — τσάκισμα — βρώμι — γερμανομανής — αρχειονομία — περιδιαβάζω — άδοξος — Κορεάτισσα — βασιλικός |
|||