|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμμετοχικά? — — χρηματολογικός — μοοσόληπτος — Φαέθων — αντραλώνομαι — ποταμολίμνη — βουδοκέφαλος — λουτήρας — ενδέκατο — γερακήσιος — γλυκοκοιμούμαι — υδρωπάζω — τηλέγραφος — αρρωστικός — ελεφαντουργία — νυχτοβίγλα — ομορφαίνω — τεψί — χυλωμένος — σφαιρομετρία — αιγοτρόφος — σβησμένος |
|||