|
η пшеница(__,__) испорченная головнёй #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пшеница, испорченная головнёй? — δαυλίδα как с (ново)греческого переводится слово δαυλίδα? — пшеница, испорченная головнёй — κλωστοϋφαντουργός — κατείδον — ταχυσφυγμία — βουβαλοπέτσι — ιστιόρραμμα — ελάσιμος — σιλουέτα — ρόδι — ντέρμπυ — καβαλλάρης — Βερολινέζα — γεροντόσπορος — κοριτσόπουλο — μπουχτίζω — ανεμοσκόπιο — ευμετακόμιστος — αγγειορραφή — καμηλήσιος — καταχαίρομαι — ψυχοκοινωνιολογικός — αυτοκυβερνιέμαι |
|||