Новогреческий словарь
βατσιναρισμένος
βατσιναρισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βατσιναρισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεγαλόπνευστος
—
πενηντάχρονος
—
καταιονώ
—
αργαλειός
—
αυλωδώ
—
αποδιαλεγούδι
—
στροφή
—
εράσμιος
—
αργοκινώ
—
περιστατικό
—
γεωβιούντα
—
ακαρτερησία
—
παχύσωμος
—
λογαριθμικός
—
νοτάριος
—
θυμιατίζω
—
ντζερεμές
—
αρχαγγελικός
—
αγοραφοβικός
—
αγουρωπός
—
ανόμοιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве