Новогреческий словарь
είσπλους
είσπλους
(-ου) ο
вход в гавань
(действие и место);
εις τόν ~ν τού λιμένος υπάρχει φάρος — [phrase]при входе в гавань стоит маяк[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вход в гавань
? —
είσπλους
как с
(ново)греческого
переводится слово
είσπλους
? — вход в гавань
#
(ново)греческий словарь
—
χαμόκλαδο
—
ένδον
—
υπηκοότητα
—
γινόμενος
—
ενύπαρξις
—
συγκεχυμένος
—
πρωτομαιάτικος
—
κανατάς
—
αδιάδοτος
—
ραφιδογράφος
—
δισπέντσα
—
γύρσιμο
—
στερεοχημεία
—
ενανθρακωτικός
—
κεντροφόρος
—
πατέντα
—
Αγαθόκλεια
—
φωτοφασματικός
—
πτάξ
—
αστροφώτιστος
—
μινιόν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве