αιτιολογημένος

формы словаβ
αιτιολογημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αιτιολογημένος? —


νυχτοπερπατάωσυμπύρηνοςβιβλιοχορτοπωλείοπερίφρακτοςδιαίσθησησκοπιμότηταμιστωτόςναζιστικόςεξηγιούμαιξεκούρασησπιθίζωκοκοστομαχώσουρομαλλιάζωεντοιχίζωψευτογιατρόςαπόσκοτοςταπητουργείονστεγανοποιώπλόκαμοςσημείονλυκαυγές




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit