|
ο пасквилянт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасквилянт? — λιβελλογράφος как с (ново)греческого переводится слово λιβελλογράφος? — пасквилянт — απετάλωτος — παράφερνα — τσαμπούκολίδικος — δίλημμα — σύνωρος — πατητή — σαμντάνι — τιτύβισμα — τσιτσύρισμα — αυγουλιέρα — διαμαντοχρώματα — αμήχανος — υδατοσκοπία — γιουβέτσι — ντουβαροκέφαλος — βρωμόνερο — πανελλήνιες — ψευδοπατριώτης — απορρευστοποίηση — άβαθος — φυτώριο |
|||