|
το 1) плач; βάζω (или μπήγω) τά ~τα — подымать плач; μέ παίρνουν τά ~τα — разразиться плачем; 2) жалоба; άφησε τά ~τα — [phrase]перестань жаловаться; хватит прибедняться[/phrase]; === τό ~ βγάνει πράμα — посл. [phrase]коль поплачешь(__,__) что-нибудь да получишь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плач? — κλάμα как на (ново)греческом будет слово жалоба? — κλάμα как с (ново)греческого переводится слово κλάμα? — плач, жалоба — τακτικός — προϊστάμενος — σούζα — κράμα — μικτοβαρής — ετυμολόγηση — απορροφητήρας — υδατοστεγώς — μυρμηγκικός — μακραίων — καταιονητήρας — ανεξάγνιστος — αγουρούτσικος — χαρακτηρίζω — εθνοφθόρος — κλατάρω — χέζομαι — τηκτικός — τιτάνιο — σοσιαλεπαναστάτης — εισβολεύς |
|||